- κοιλωπής
- κοιλωπής, -ές, θηλ. και κοιλῶπις, -ώπιδος (Α)1. αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά μάτια2. κοίλος, βαθουλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ωπής (< θ. -ωπ- τού ὄπωπα), πρβλ. αμβλυ-ωπής, πολυ-ωπής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
κοιλώπις — κοιλῶπις, ἡ (Α) βλ. κοιλωπής … Dictionary of Greek
κοιλῶπιν — κοιλῶπις holloweyed fem acc sg κοιλωπής fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλῶπις — holloweyed fem nom sg κοιλωπής fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)